Νερό δεν έχω και τσ'ελιές
απότιστες τσ'αφήνω
κι άμα δε βρέξει ο Θεός
ίντα κοντό δα γίνω
Καλιά δα βγω στη διακονιά
παρά να πουσουνίσω
σπορέλαια εισαγωγής
και το φα'ί' να ψήσω
Και προπαντός άμα γροικώ
πως τό'χουνε μολέψει
πρώτα με ορυχτέλαια
κι ύστερα τό'χουν πέψει
Γιατί'χομε το πιο αγνό
λάδι στο κόσμο απάνω
γι αυτό και στο τσικάλι μου
σπορέλαιο δε βάνω
Το λιόφτο μου το πότισα
και τό'χω γκουανιάσει
μά'καμε δίφορες ελιές
κιη ντίνα δα αδειάσει
Το λιόφτο μου το πότισα
τό'χω γκουανιασμένο
γιάντα τσι κάνει δίφορες
δε το καταλαβαίνω
διακονιά : ζητιανιά
πουσουνίζω : ψωνίζω
μολέψει : δηλητηριάσει
γκουανός : λίπασμα
ντίνα : μεταλλικό δοχείο (σαν βαρέλι) λαδιού
Τρίτη 27 Μαΐου 2008
Σατυρικές (μέρος πρώτο)
Ετικέτες
Σατυρικές
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου